ανερχομενη υγρασια

Επίλυση προβλημάτων ανιούσας υγρασίας πριν την εφαρμογή θερμοπρόσοψης

Η ανιούσα ή ανερχόμενη υγρασία είναι ένα φαινόμενο που λαμβάνει χώρα στους τοίχους των κτιρίων και έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να φωτίσει τους μηχανισμούς του φαινομένου γιατί η κατανόησή τους είναι προϋπόθεση για την ριζική επίλυσή του και τη μελλοντική προστασία των τοίχων. Η επίλυση δε των προβλημάτων ανιούσας υγρασίας είναι προϋπόθεση πριν την εφαρμογή μιας θερμοπρόσοψης. Ειδικά η εφαρμογή θερμοπρόσοψης με αφρώδη μονωτικά εξηλασμένης ή διογκωμένης πολυστερίνης, λευκής ή γραφιτούχας, όχι απλά δεν επιλύει το πρόβλημα αλλά το επιτείνει στο εσωτερικό των κτιρίων. 

Το νερό, όπως όλες οι χημικές ενώσεις, χαρακτηρίζεται από μία σειρά φυσικών ιδιοτήτων, όπως η τάση των ατμών (εξάτμιση), η θερμοκρασία πήξης (μετατροπή σε πάγο), κλπ. Οι τιμές αυτών των χαρακτηριστικών μπορούν να αλλάξουν σημαντικά αν το νερό, αντί να βρίσκεται σε ένα κοινό δοχείο σχετικά μεγάλων διαστάσεων, βρεθεί στο εσωτερικό μικρών κοιλοτήτων όπως για παράδειγμα οι πόροι που υπάρχουν στα ανόργανα υλικά κατασκευής των τοίχων όπως π.χ. το τούβλο, ο σοβάς και το μπετόν. Η πιο εμφανής συνέπεια αυτής της μεταβολής των φυσικών ιδιοτήτων, κατά την επαφή του νερού με ένα πορώδες στερεό που παρουσιάζει ένα σύστημα πόρων μικρών διαστάσεων, όπως είναι οι τοίχοι, είναι η τριχοειδής ανύψωση του νερού στο εσωτερικό του στερεού, δηλαδή του τοίχου. Η αιτία αυτής τη μεταβολής των ιδιοτήτων του νερού βρίσκεται στο γεγονός ότι τα μόρια του, όταν βρεθούν στο εσωτερικό ενός συστήματος πόρων μικρών διαστάσεων, ή ανάμεσα σε δύο πολύ κοντινές μεταξύ τους επιφάνειες ενός στερεού, επηρεάζονται έντονα από την έλξη που ασκείται από τις επιφάνειες του στερεού όταν αυτό είναι ανόργανο. Τα ανόργανα δομικά υλικά που χρησιμοποιούνται στους τοίχους ασκούν έντονη έλξη στο νερό και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται και ως υδρόφιλα. 

Η δε ανύψωση του νερού είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μικρότερο είναι η διάμετρος των πόρων των υλικών. Θεωρητικά με τα τριχοειδή μικρής διαμέτρου που έχουν τα οικοδομικά υλικά, το ύψος στο οποίο θα μπορούσε να ανυψωθεί το νερό σε έναν τοίχο θα ήταν περί τα 15 m, στο σημείο δηλαδή που η υδροστατική πίεση εξισορροπεί το φαινόμενο. Εντούτοις δεν συναντούμε σε πραγματικές συνθήκες τέτοια ύψη. Ακόμα και σε τοίχους που βρίσκονται σε συνεχή επαφή με υγρό υπόστρωμα, όπως στη Βενετία, πολύ δύσκολα καταγράφονται τριχοειδείς ανυψώσεις που ξεπερνούν τα 2-3 m. Ο λόγος είναι πως σημαντική επίδραση στο ύψος παίζει και η ταχύτητα εξάτμισης. Η περιοδικότητα λοιπόν επαφής του νερού με τα δομικά στοιχεία και η διαφορετική ταχύτητα εξάτμισης ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα που συνήθως είναι ένα μεταβαλλόμενο ύψος εμφάνισης του φαινομένου διαφορετικό όχι μόνο για κάθε κτίριο αλλά και για διαφορετικούς τοίχους του ίδιου κτιρίου ακόμη και αν ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο ακριβώς υλικό. 

Το μέγιστο ύψος της ανερχόμενης υγρασίας εξαρτάται από

  • Το μέγεθος των πόρων των υλικών του τοίχου.
  • Το πάχος του τοίχου.
  • Την ποιότητα του επιχρίσματος.
  • Την περιοδικότητα επαφής του τοίχου με το νερό.
  • Τις συνθήκες του περιβάλλοντος.

Οι πρακτικές συνέπειες της τριχοειδούς ανύψωσης της υγρασίας στο εσωτερικό των τοίχων είναι πολυάριθμες και όλες αρνητικές:

  • Κατ’ αρχάς παρατηρείται μία ανεπαρκής εσωτερική «άνεση» καθώς η υγρασία εξατμίζεται προς το εσωτερικό των κτιρίων. 
  • Επίσης, με την παρουσία της υγρασίας ευνοείται ο πολλαπλασιασμός των μικροοργανισμών (π.χ. μούχλα) με σοβαρό αντίκτυπο όχι μόνο στην αισθητική των τοίχων αλλά και την εσωτερική ποιότητα διαβίωσης.
  • Επίσης το νερό που υπάρχει στα τοιχώματα μπορεί να παγώσει το χειμώνα και να προκαλέσει μια διαδικασία υποβάθμισης των υλικών σαν συνέπεια του κυκλικού και καταστρεπτικού σχηματισμού πάγου. 
  • Η μετακίνηση του νερού από κάτω προς τα πάνω οδηγεί σε αποσαθρώσεις ως αποτέλεσμα του σχηματισμού αποθέσεων άλατος στην εξωτερική επιφάνεια (εξανθίσεις) ή αμέσως κάτω από το σοβά (υπανθίσεις), μιας και όλα τα υδροδιαλυτά άλατα που υπάρχουν στο έδαφος στα θεμέλια ή στα ίδια τα τοιχώματα θα ακολουθήσουν με το χρόνο την ίδια ανοδική διαδρομή και θα συσσωρευτούν στις υψηλότερες περιοχές του τοίχου. 
  • Εξαιτίας της κίνησης των αλάτων που παρασύρει το νερό μπορούν να δημιουργηθούν αποσαθρώσεις και από έντονες χημικές αντιδράσεις (πολύ καταστρεπτικές για τη σταθερότητα των κονιαμάτων συγκόλλησης και των σοβάδων) στην περίπτωση που ανάμεσα σε αυτά τα άλατα υπάρχουν και θειϊκά άλατα (εττρινγκίτη και/ή θαυμασίτη).
  • Τέλος τα υγρά δομικά στοιχεία έχουν πολύ χαμηλότερη θερμική αντίσταση συνεπώς δεν συμμετέχουν καθόλου στη θερμομόνωση του κτιρίου. 

Η επίλυση το φαινομένου δεν μπορεί να επιτευχθεί με μια απλή εφαρμογή στεγανοποιητικών στρώσεων. Αυτές μπορούν να επιφέρουν αντίθετο αποτέλεσμα καθώς ενδέχεται να περιορίσουν την εξάτμιση του νερού και απλά να ανεβάσουν το φαινόμενο σε μεγαλύτερο ύψος. Το ίδιο συμβαίνει και με την τοποθέτηση συστημάτων θερμοπρόσοψης με αφρώδη μονωτικά που περιορίζουν επίσης την εξάτμιση. 

Για την επίλυση του προβλήματος απαιτείται καταρχάς η μετατροπή με κατάλληλη επεξεργασία του πορώδους των δομικών υλικών από υδρόφιλο σε υδρόφοβο, δηλαδή αντί να έλκεται το νερό από τα τοιχώματα, να το απωθείται από αυτά. Υδρόφοβα υλικά που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό και εφαρμόζονται με μεθόδους εμποτισμού είναι τα σιλάνια. Συνδυαστικά με τα σιλάνια επιβάλλεται να αντικατασταθεί και ο υφιστάμενος σοβάς με νέο μακροπορώδη σοβά που διευκολύνει την εξάτμιση και λειτουργεί ως αποθήκη των αλάτων που συμπαρασύρει το νερό. Επικουρικά λειτουργεί και η επέμβαση στεγανοποίησης στο επίπεδο του εδάφους με τρόπο ώστε να περιορίζεται η επαφή του υγρού εδάφους με το κτίριο. Σε έναν τοίχο που έχει εξυγιανθεί με τον παραπάνω τρόπο, μπορεί στη συνέχεια να εφαρμοστεί θερμοπρόσοψη  για την ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου, υπό την προϋπόθεση ότι το μονωτικό που θα επιλεγεί θα είναι πετροβάμβακας, καθώς τα συστήματα πετροβάμβακα επιτρέπουν την ανεμπόδιστη αφύγρανση του τοίχου. 

Η επίλυση του προβλήματος της ανιούσας ή ανερχόμενης υγρασίας δεν είναι εύκολη υπόθεση, απαιτείται υψηλή τεχνογνωσία, εφαρμογή ειδικής μεθοδολογίας και χρήση προηγμένων δομικών υλικών και συστημάτων. Η KGreen του Ομίλου ΚΡΙΜΑΤΟΓΛΟΥ κατέχει ηγετική θέση στον κλάδο της μόνωσης. Αναγνωρίζεται σήμερα ως μια από τις ιστορικές εταιρίες του κλάδου, με την υψηλότερη τεχνογνωσία στην εφαρμογή προηγμένων συστημάτων αποκατάστασης προβλημάτων κτηριακής παθολογίας και απολαμβάνει την υπεροχή που της εξασφαλίζουν τα 50 και πλέον χρόνια επιτυχημένων εφαρμογών μόνωσης σε όλη την Ελλάδα.

 

logo kgreen

Ποιότητα & πιστοποίηση κατασκευής